- ορθοσταδόν
- ὀρθοσταδόν (Α)επίρρ. ορθοστάδην*, σε όρθια στάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -σταδόν (< θ. στα- τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα-σταδόν, απο-σταδόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθοσταδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)